- 'δοξ'
- ἔδοξα , δοκέωexpectaor ind act 1st sgἔδοξε , δοκέωexpectaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δόξ' — δόξαι , δόξα expectation fem nom/voc pl δόξᾱͅ , δόξα expectation fem dat sg (doric aeolic) δόξι , δόξις fem voc sg δόξαι , δοκέω expect aor imperat mid 2nd sg δόξαι , δοκέω expect aor inf act δόξα , δοκέω expect aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφλέγω — ἐπιφλέγω (Α) [φλέγω] 1. κατακαίω, πυρπολώ («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», Ομ. Ιλ.) 2. θερμαίνω, φλέγω, πυρώνω 3. μτφ. εξάπτω, παροτρύνω, προτρέπω («σάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῑν’ ἐπέφλεγεν», Αισχύλ.) 4. ανάβω, εξάπτω από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει… … Dictionary of Greek